- νιτσεράδα
- ημουσαμάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νιτσεράδα — και ιντσεράδα η αδιάβροχη ενδυμασία που φορούν οι ναυτικοί για να προφυλάγονται από την βροχή και από το θαλασσινό νερό σε περίπτωση κακοκαιρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. incerata (tela) < cera «κερί» (πρβλ. τσιρότο)] … Dictionary of Greek